- ευτηκτικός
- -ή, -ό1. αυτός που συντελεί σε εύκολη και γρήγορη τήξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τηκτικός (< τηκτός < τήκω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερευτηκτικός — ή, ό, Ν (χημ. μεταλργ·) χαρακτηρισμός ενός κράματος στο οποίο η περιεκτικότητα ενός από τα συστατικά του είναι μεγαλύτερη τής ευτηκτικής αναλογίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hypereutectique (< υπερ * + ευτηκτικός)] … Dictionary of Greek